- παραπέσειν
- παρά , ἀπό-ἕννυμιves-fut inf act (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπεσεῖν — παραπίπτω fall beside aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek